- διψήφιος
- -α, -οαριθμός που έχει δύο ψηφία, π.χ. 24.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διψήφιος — α, ο (για αριθμό) αυτός που αποτελείται από δύο ψηφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην Κρίσιν βιβλίων Δ Ολυμπιάδος] … Dictionary of Greek